φεγγαρόφωτος
Смотреть что такое "φεγγαρόφωτος" в других словарях:
φεγγαρόφωτος — η, ο 1. φεγγαρόλουστος (βλ. λ.): Φεγγαρόφωτη βραδιά. 2. το ουδ. ως ουσ., φεγγαρόφωτο το σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγγαροφώτιστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + φωτίζω (πρβλ. ηλιο φώτιστος)] … Dictionary of Greek
εγγαρόλουστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + λούζω (πρβλ. ηλιό λουστος)] … Dictionary of Greek
φεγγαροντυμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ντυμένος] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek