φεγγαρόφωτος

φεγγαρόφωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φεγγαρόφωτος" в других словарях:

  • φεγγαρόφωτος — η, ο 1. φεγγαρόλουστος (βλ. λ.): Φεγγαρόφωτη βραδιά. 2. το ουδ. ως ουσ., φεγγαρόφωτο το σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγγαροφώτιστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + φωτίζω (πρβλ. ηλιο φώτιστος)] …   Dictionary of Greek

  • εγγαρόλουστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + λούζω (πρβλ. ηλιό λουστος)] …   Dictionary of Greek

  • φεγγαροντυμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ντυμένος] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»